- ρουσφετολογικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη ρουσφετολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρουσφετολογικός — ή, ό, Ν [ρουσφετολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρουσφετολογία ή στον ρουσφετολόγο … Dictionary of Greek
χατιρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται για χάρη κάποιου, ρουσφετολογικός, χαριστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)